- αὔως
- αὔωςfem acc pl (aeolic)αὔωςfem nom/voc pl (doric aeolic)αὔωςfem gen sg (doric aeolic)αὔωςfem nom sg (aeolic)αὖοςdryadverbialαὖοςdrymasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὔους — αὔως fem nom/voc pl (aeolic) αὔως fem gen sg (aeolic) αὖος dry masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐῶν — αὔως fem gen pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔοι — αὔοῑ , αὔω 1 get a light pres opt act 3rd sg αὔοῑ , αὔω 2 cry out pres opt act 3rd sg αὔοῑ , αὔως fem voc sg (aeolic) αὔοϊ , αὔως fem dat sg (epic aeolic) αὔοῑ , αὔως fem dat sg (aeolic) αὔως fem dat sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
αὔω — 1 get a light pres subj act 1st sg αὔω 1 get a light pres ind act 1st sg αὔω 2 cry out pres subj act 1st sg αὔω 2 cry out pres ind act 1st sg αὔως fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὔως fem acc sg (aeolic) αὖος dry masc/neut nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ушас — (санскр. Ushâs заря) олицетворение зари в индийской мифологии, один из самых поэтических образов индоевропейского мифологического творчества. Около 20 гимнов Ригведы посвящено прославлению вечно юной и прекрасной богини У. Она принадлежит, таким… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Эос — (эол. Αυως, ион. Hώίς, дор. Αώς, атт. Έως, из пра греч. ausos; сюда же относится лат. Aurora) богиня зари, дочь Гипериона и Теи, сестра Гелиоса и Селены (по другим вариантам она была дочерью Гелиоса; матерью её считалась иногда и Ночь). Э.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
PENULA seu PAENULA — itinerarium fuit apud Romanos vestimentum aut pluviale, ael. Lamprid. in Alexandro Severo c. 27. ita enim habet Cod. Palatinus, cum alias aut plisviae legatur: et quidem ut plurimum scorteum. Unde Martial. l. 14. Epigramm. 130. cuius lemma… … Hofmann J. Lexicon universale
αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… … Dictionary of Greek
ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… … Dictionary of Greek